- ταλαιπώρει
- ταλαιπωρέωdo hard workpres imperat act 2nd sg (attic epic)ταλαιπωρέωdo hard workimperf ind act 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταλαιπωρεῖ — ταλαιπωρέω do hard work pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ταλαιπωρέω do hard work pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πιλάτος — ο, Ν 1. ο Ρωμαίος επίτροπος τής Ιουδαίας που παρέδωσε τον Χριστό στον σταυρικό θάνατο 2. ως προσηγ. καθετί που ενοχλεί ή ταλαιπωρεί (α. «σταμάτα τον αυτό τον πιλάτο» β. «άρχισε πάλι ο πιλάτος στο δόντι μου»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Πιλᾶτος] … Dictionary of Greek
αντεροβγάλτης — ο (θηλ. ισσα) 1. μανιακός δολοφόνος, που σκοτώνει (συνήθως γυναίκες) ανοίγοντας τους την κοιλιά 2. αυτός που με το πείσμα ή τη φλυαρία του ταλαιπωρεί φοβερά τον συνομιλητή του 3. (για οχήματα και πλοία) εκείνος που προκαλεί ναυτία στους επιβάτες … Dictionary of Greek
δήμιος — ο (AM δήμιος, ο [ως ουσ.] Α και δήμιος, ον και δάμιος, ον και δάμιος, ία, ιον) ως ουσ. ο δημόσιος εκτελεστής τής θανατικής ποινής μσν. νεοελλ. αυτός που ταλαιπωρεί κάποιον υπερβολικά, ο βασανιστής νεοελλ. 1. ο φονιάς 2. αυτός που αποφασίζει και… … Dictionary of Greek
ποθόδαρτος — ον, Μ αυτός τον οποίο δέρνει ο πόθος, τον οποίο ταλαιπωρεί το ερωτικό πάθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόθος + δαρτος (< δέρω), πρβλ. ανεμό δαρτος] … Dictionary of Greek
σαράκι — το, Ν 1. σκουλήκι που ανοίγει τρύπες στα ξύλα και τά καταστρέφει, σάρακας 2. μτφ. α) μτφ. αρρώστια που αναπτύσσεται μέσα στον οργανισμό τού ανθρώπου χωρίς εξωτερικά συμπτώματα β) η θλίψη που νιώθει κάποιος χωρίς να τήν εκδηλώνει αλλά και η φθορά… … Dictionary of Greek
ταλαιπωροποιός — όν, Μ αυτός που ταλαιπωρεί κάποιον («ἡ ἁμαρτία ταλαιπωροποιός ἐστι», Δωρόθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταλαίπωρος + ποιός*] … Dictionary of Greek
ταλαιπωρώ — ταλαιπωρῶ, έω, ΝΜΑ [ταλαίπωρος] 1. κάνω κάποιον να υποφέρει σωματικά ή ψυχικά, καταπονώ, βασανίζω (α. «αυτή η αρρώστια τόν ταλαιπωρεί χρόνια τώρα» β. «ὁ πόλεμος πάντας τρόπους τεταλαιπώρηκεν ἡμᾱς», Ισοκρ.) 2. παθ. ταλαιπωρούμαι και ταλαιπωροῡμαι … Dictionary of Greek
ψήνω — ΝΜ, και ψένω Ν 1. υποβάλλω κάτι στην επίδραση τής φωτιάς 2. βράζω ή μαγειρεύω νεοελλ. 1. ζεσταίνω πάρα πολύ («μάς έψησε η ζέστη») 2. μτφ. ταλαιπωρώ, βασανίζω (α. «μέ έψησε τόσα χρόνια με τη γκρίνια του» β. «ψήνεται στον πυρετό») 3. πείθω,… … Dictionary of Greek
ψυχοβγάλτης — ο, θηλ. ψυχοβγάλτρα, Ν 1. (το αρσ.) ο αρχάγγελος Μιχαήλ, ο οποίος ονομάστηκε έτσι, γιατί, σύμφωνα με τις δοξασίες, παρίσταται κατά τη στιγμή τής εκπνοής τού ετοιμοθανάτου 2. μτφ. αυτός που ταλαιπωρεί, που βασανίζει επίμονα κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek